εωσφόρος

εωσφόρος
I
Βιβλικό πρόσωπο. Ο αρχηγός των αγγέλων, που κυριεύτηκε από αλαζονεία και κατέπεσε από τη θέση του μαζί με το 1/3 των αγγέλων και έγινε διάβολος, σατανάς και πνεύμα του κακού (Αποκάλ. Ιωάννη ιβ’, 4 και Λουκά ι’, 18).
II
Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Έω, πατέρας του Τηλαύγους. Αποτελούσε μυθική προσωποποίηση του Αυγερινού. Βλ. λ. Αφροδίτη.
* * *
ο (ΑΜ ἑωσφόρος και δωρ. τ. ἀωσφόρος)
1. αυτός που φέρνει, που προαναγγέλλει την αυγή
2. ως κύρ. όν. ο Εωσφόρος
α) ο πλανήτης Αφροδίτη, όταν ανατέλλει, το άστρο τής αυγής, ο Αυγερινός, σε αντιδιαστολή προς τον Έσπερο ή Αποσπερίτη, που είναι ο ίδιος πλανήτης κατά τη δύση του
β) ο αρχηγός τών αγγέλων που εξέπεσαν, τών δαιμόνων, ο σατανάς, ο Βεελζεβούλ
νεοελλ.
συνεκδ. ο υπερβολικά υπερήφανος, ο αλαζόνας
μσν.
αυτός που έχει σατανική πονηρία
αρχ.
(για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή) ο πρόδρομος, ο προάγγελος τού Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) «αυγή» + -φορος (< φέρω). Εωσφόρος στη χριστιανική θρησκεία είναι το όνομα τού διαβόλου, όχι βέβαια γιατί φέρει την αυγή, αλλά γιατί δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο «εκπεπτωκώς άγγελος» προ τής πτώσεώς του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἑωσφόρος — Bringer of morn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωσφόρος — Bringer of morn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εωσφόρος — ο 1. ο πλανήτης Αφροδίτη, που ως άστρο της αυγής λέγεται Αυγερινός. 2. σατανάς, διάβολος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἑωσφόροι — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωσφόροι — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑωσφόρον — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωσφόρον — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑωσφόρου — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωσφόρου — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑωσφόρους — Ἑωσφόρος Bringer of morn masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”